Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεύθμα — κεῡθμα, τὸ (Α) [κεύθω] (εσφ. γρφ. αντί κεύθεσι, στον Θεόκρ. 243) κευθμών* … Dictionary of Greek